- αναμισθώνω
- [-ώ (ο)] μετ.1) снова сдавать внаём; 2) снова снимать, арендовать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναμισθώνω — (Α ἀναμισθοῡμαι, όομαι) 1. (για ιδιοκτήτες) μισθώνω εκ νέου, δίνω πάλι κάτι παίρνοντας ενοίκιο, ξαναμισθώνω 2. (για ενοικιαστές) νοικιάζω πάλι, παίρνω κάτι ξανά δίνοντας ενοίκιο, ξανανοικιάζω (στα αρχ. σε χρ. το παθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + μισθώνω … Dictionary of Greek
αναμισθώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. παίρνω κάτι ξανά με νοίκι, ξανανοικιάζω: Αποφάσισε να αναμισθώσει το σπίτι για τρία χρόνια. 2. δίνω κάτι ξανά με νοίκι, ξανανοικιάζω: Αναμίσθωσε το διαμέρισμα που είχε για δυο χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναμίσθωση — η (Α ἀναμίσθωσις) [ἀναμισθώνω] η εκ νέου μίσθωση, ανανέωση μισθώσεως, ξανανοίκιασμα … Dictionary of Greek
αναμισθωτής — ο [αναμισθώνω] αυτός που κάνει αναμίσθωση*, είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ενοικιαστής … Dictionary of Greek
αναμίσθωση — η το ξανανοίκιασμα (βλ. αναμισθώνω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)